- ἡγηλάζω
- ἡγηλάζωguidepres subj act 1st sgἡγηλάζωguidepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηγηλάζω — ἡγηλάζω (Α) (επικ. τ. τού ηγούμαι) 1. οδηγώ, διευθύνω («κακός κακόν ἡγηλάζει», Ομ. Οδ.) 2. φρ. «κακόν μόρον ἡγηλάζω» ζω άσχημα, διάγω άθλια ζωή (Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού ηγούμαι*, που προήλθε πιθ. από συμφυρμό με το ελάω, ποιητ.… … Dictionary of Greek
ἡγηλάζῃ — ἡγηλάζω guide pres subj mp 2nd sg ἡγηλάζω guide pres ind mp 2nd sg ἡγηλάζω guide pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγηλάζει — ἡγηλάζω guide pres ind mp 2nd sg ἡγηλάζω guide pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγήλασαν — ἡγηλάζω guide aor ind act 3rd pl ἡγηλάζω guide aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγηλάζειν — ἡγηλάζω guide pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγηλάζεις — ἡγηλάζω guide pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγηλάζων — ἡγηλάζω guide pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφηγηλάζω — Α οδηγώ, προπορεύομαι και δείχνω τον δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἡγηλάζω, επικ. τ. τού ηγοῦμαι] … Dictionary of Greek